- λεχέεσσιν
- λέχοςcouchneut dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατευνάζω — (AM κατευνάζω) ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καταπραΰνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω (α. «το φάρμακο αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.) μσν. αρχ. τοποθετώ κάποιον στην κλίνη, κοιμίζω (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε»,… … Dictionary of Greek
τρητός — ή, όν, Α γεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν» [πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ … Dictionary of Greek